μπιρμπίλα

μπιρμπίλα
η
1) кайма; 2) кружевная кайма ручной работы; 3) пухлый подбородок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μπιρμπίλα" в других словарях:

  • μπιρμπίλα — και μπιμπίλα, η 1. στρίφωμα σε εσώρουχα ή μαντίλια 2. λεπτή χειροποίητη με βελόνι δαντέλα, ιδίως στο άκρο εσωρούχων και κεντημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκ. bir biri «το ένα μετά το άλλο, στη σειρά»] …   Dictionary of Greek

  • μπιρμπίλι — (I) και μπιμπίλι, το [μπιρμπίλα] η μπιρμπίλα. (II) και μπιμπίλι, το 1. το αηδόνι 2. φρ. «μπιρμπίλι τής θάλασσας» η αλκυόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bulbul] …   Dictionary of Greek

  • μπιρμπιλώνω — και μπιμπιλώνω [μπιρμπίλα] 1. στολίζω εσώρουχο, μαντίλι, κέντημα με μπιρμπίλα, διακοσμώ με μπιρμπίλες 2. ρελιάζω, στριφώνω …   Dictionary of Greek

  • -ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ …   Dictionary of Greek

  • μπιμπίλα — η βλ. μπιρμπίλα …   Dictionary of Greek

  • πιρμπίλωμα — και μπιμπίλωμα, το [μπιρμπιλώνω] 1. η διακόσμηση εσωρούχων, μαντιλιών ή κεντημάτων με μπιρμπίλα 2. στρίφωμα, ρέλιασμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»